αλκύλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλκύλιο | τα | αλκύλια |
γενική | του | αλκυλίου & αλκύλιου |
των | αλκυλίων |
αιτιατική | το | αλκύλιο | τα | αλκύλια |
κλητική | αλκύλιο | αλκύλια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλκύλιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλκύλιο ουδέτερο
- (χημεία) κορεσμένο τμήμα υδρογονάνθρακα με γενικό χημικό τύπο CnH2n+1-