Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιθυλοβενζόλιο
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αιθυλοβενζόλι
ο
τα
αιθυλοβενζόλι
α
γενική
του
αιθυλοβενζολί
ου
των
αιθυλοβενζολί
ων
αιτιατική
το
αιθυλοβενζόλι
ο
τα
αιθυλοβενζόλι
α
κλητική
αιθυλοβενζόλι
ο
αιθυλοβενζόλι
α
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
αιθυλοβενζόλιο
<
αιθύλιο
+
βενζόλιο
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
αιθυλοβενζόλιο
ουδέτερο
(
χημεία
), (
βιοχημεία
): οργανική χημική ένωση που παράγεται κυρίως με αιθυλίωση του βενζολίου
Συνώνυμα
Επεξεργασία
αιθυλοβενζένιο
φαινυλαιθάνιο
Δείτε επίσης
Επεξεργασία
αιθυλοβενζόλιο
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
αιθυλοβενζόλιο