↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιθυλοβενζόλιο τα αιθυλοβενζόλια
      γενική του αιθυλοβενζολίου
αιθυλοβενζόλιου
των αιθυλοβενζολίων
    αιτιατική το αιθυλοβενζόλιο τα αιθυλοβενζόλια
     κλητική αιθυλοβενζόλιο αιθυλοβενζόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιθυλοβενζόλιο < αιθύλο- + βενζόλιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιθυλοβενζόλιο ουδέτερο

  • (χημεία) οργανική χημική ένωση που παράγεται κυρίως με αιθυλίωση του βενζολίου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία