βενζόλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βενζόλιο < (οπτικό δάνειο) γαλλική benzol + -ιο[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /venˈzo.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βεν‐ζό‐λι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βενζόλιο ουδέτερο
- (χημεία) οργανική χημική ένωση, που περιέχει άνθρακα και υδρογόνο (μοριακός τύπος: C₆H₆)
- ※ Απόσπασμα από το βιβλίο Χημείας Β' Λυκείου Γενικής Παιδείας, Ενότητα 2.7 Αρωματικές ενώσεις - Βενζόλιο, @ebooks.edu.gr
- Στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης της οργανικής χημείας, ο όρος αρωματικές ενώσεις αφορούσε τις ενώσεις που είχαν ευχάριστη οσμή, όπως η βενζαλδεΰδη (από τα κεράσια, τα ροδάκινα και τα αμύγδαλα). Σήμερα, χρησιμοποιούμε το όρο αρωματικός αναφερόμενοι στο βενζόλιο και στις ενώσεις που περιέχουν ένα τουλάχιστον βενζολικό δακτύλιο. […] Το βενζόλιο είναι η απλούστερη αρωματική ένωση και είναι ένας υδρογονάνθρακας με μοριακό τύπο C6H6. Επί σαράντα χρόνια, μετά την ανακάλυψη του από το Faraday το1825, η δομή του μορίου του ήταν ένα μυστήριο, παρ´ όλο που ήταν ήδη βιομηχανικό προϊόν με πολλά και χρήσιμα παράγωγα. Το πρόβλημα ήταν ότι ο μοριακός τύπος του βενζολίου ταίριαζε με ακόρεστη ένωση, ενώ η χημική του συμπεριφορά με κορεσμένη (σταθερή ένωση). Τη λύση στη δομή του βενζολίου έδωσε ο Kekule.
- ※ Απόσπασμα από το βιβλίο Χημείας Β' Λυκείου Γενικής Παιδείας, Ενότητα 2.7 Αρωματικές ενώσεις - Βενζόλιο, @ebooks.edu.gr
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
βενζόλιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ βενζόλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας