Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βενζολικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
βενιζελικός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βενζολικ
ός
η
βενζολικ
ή
το
βενζολικ
ό
γενική
του
βενζολικ
ού
της
βενζολικ
ής
του
βενζολικ
ού
αιτιατική
τον
βενζολικ
ό
τη
βενζολικ
ή
το
βενζολικ
ό
κλητική
βενζολικ
έ
βενζολικ
ή
βενζολικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βενζολικ
οί
οι
βενζολικ
ές
τα
βενζολικ
ά
γενική
των
βενζολικ
ών
των
βενζολικ
ών
των
βενζολικ
ών
αιτιατική
τους
βενζολικ
ούς
τις
βενζολικ
ές
τα
βενζολικ
ά
κλητική
βενζολικ
οί
βενζολικ
ές
βενζολικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βενζολικός
<
βενζόλιο
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
βενζολικός
(
χημεία
) που έχει
σχέση
με το
βενζόλιο
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βενζολικός