↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοσθενής η μονοσθενής το μονοσθενές
      γενική του μονοσθενούς* της μονοσθενούς του μονοσθενούς
    αιτιατική τον μονοσθενή τη μονοσθενή το μονοσθενές
     κλητική μονοσθενή(ς) μονοσθενής μονοσθενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοσθενείς οι μονοσθενείς τα μονοσθενή
      γενική των μονοσθενών των μονοσθενών των μονοσθενών
    αιτιατική τους μονοσθενείς τις μονοσθενείς τα μονοσθενή
     κλητική μονοσθενείς μονοσθενείς μονοσθενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοσθενής < μονο- + -σθενής

  Επίθετο

επεξεργασία

μονοσθενής, -ής, -ές

  • (χημεία) ρίζα που έχει σθένος ένα, που έχει μόνο ένα ελεύθερο ηλεκτρόνιο και κατά συνέπεια μπορεί να σχηματίσει μόνο ένα χημικό δεσμό με άλλα μόρια ή άτομα
    το υδρογόνο είναι μονοσθενές ενώ το οξυγόνο έχει σθένος 2

  Μεταφράσεις

επεξεργασία