Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τετρααιθύλιο
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τετρααιθύλι
ο
τα
τετρααιθύλι
α
γενική
του
τετρααιθυλί
ου
των
τετρααιθυλί
ων
αιτιατική
το
τετρααιθύλι
ο
τα
τετρααιθύλι
α
κλητική
τετρααιθύλι
ο
τετρααιθύλι
α
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
τετρααιθύλιο
<
τετρα-
+
αιθύλιο
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
τετρααιθύλιο
ουδέτερο
(
χημεία
), (
βιοχημεία
): οργανικό παράγωγο του
μολύβδου
, που χρησιμοποιείται στη
βενζίνη
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
τετραμεθύλιο
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
τετρααιθύλιο