↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετρααιθύλιο τα τετρααιθύλια
      γενική του τετρααιθυλίου
τετρααιθύλιου
των τετρααιθυλίων
    αιτιατική το τετρααιθύλιο τα τετρααιθύλια
     κλητική τετρααιθύλιο τετρααιθύλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετρααιθύλιο < {π|τετρα-}} + αιθύλιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετρααιθύλιο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία