• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αιθάνιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Δείτε επίσης
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιθάνιο τα αιθάνια
      γενική του αιθανίου
& αιθάνιου
των αιθανίων
    αιτιατική το αιθάνιο τα αιθάνια
     κλητική αιθάνιο αιθάνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αιθάνιο < → λείπει η ετυμολογία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈθa.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐θά‐νι‐ο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιθάνιο ουδέτερο

  • (χημεία) οργανική χημική ένωση, παράγωγη του πετρελαίου σε αέρια κατάσταση

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • αιθάνιο στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αιθάνιο
  • αγγλικά : ethane (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αιθάνιο&oldid=5449045"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 10:06

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    • Polski
    • Română
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 10:06.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας