οινοπνευματώδη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | οινοπνευματώδη | ||
γενική | των | οινοπνευματωδών | ||
αιτιατική | τα | οινοπνευματώδη | ||
κλητική | οινοπνευματώδη | |||
Κατηγορία όπως «ιδεώδες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οινοπνευματώδη < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οινοπνευματώδης στον πληθυντικό, εννοείται η λέξη ποτά < οινόπνευμα + -ώδης, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική alcoolique
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.no.pnev.maˈto.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐νο‐πνευ‐μα‐τώ‐δη
Επίθετο επεξεργασία
οινοπνευματώδη ουδέτερο στον πληθυντικό
- (ποτό) ποτά που περιέχουν οινόπνευμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Υπώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- οινόπνευμα
- οινοπνευματώδης
- → και δείτε τις λέξεις οίνος, πνεύμα και πνέω