αλκοολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αλκοολικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική alcoolique < alcool[1] αλκοόλ + -ικός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /al.ko.o.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐κο‐ο‐λι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
αλκοολικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αλκοολικός, -ή / -ιά, -ό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλκοολικός αρσενικό
- (ουσιαστικοποιημένο) που είναι αλκοολικός
- (μεταφορικά) αλκοολικός με κάτι: που του αρέσει κάτι παρά πολύ· που έχει μανία με κάτι
ο Κώστας είναι αλκοολικός με τη μουσική
αυτός ο υπουργός είναι αλκοολικός με την εξουσία
Συγγενικά
επεξεργασίαγια τον εθισμένο στο αλκοόλ
- αλκοολίκι, αλκολίκι
- αλκοολισμός
- αντιαλκοολικός
- → και δείτε τη λέξη αλκοόλ
για τη χημεία
- → δείτε τη λέξη αλκοόλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
που είναι εθισμένος στο αλκοόλ
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αλκοολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας