Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /al.ko.o.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλκοολικός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλκοολικός η αλκοολική το αλκοολικό
      γενική του αλκοολικού της αλκοολικής του αλκοολικού
    αιτιατική τον αλκοολικό την αλκοολική το αλκοολικό
     κλητική αλκοολικέ αλκοολική αλκοολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλκοολικοί οι αλκοολικές τα αλκοολικά
      γενική των αλκοολικών των αλκοολικών των αλκοολικών
    αιτιατική τους αλκοολικούς τις αλκοολικές τα αλκοολικά
     κλητική αλκοολικοί αλκοολικές αλκοολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αλκοολικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

για τη χημεία

 και δείτε τη λέξη αλκοόλη

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλκοολικός αρσενικό

  1. (ουσιαστικοποιημένο) που είναι αλκοολικός
     συνώνυμα: μπεκρής
  2. (μεταφορικά) αλκοολικός με κάτι: που του αρέσει κάτι παρά πολύ· που έχει μανία με κάτι
    παράδειγμα  ο Κώστας είναι αλκοολικός με τη μουσική
    παράδειγμα  αυτός ο υπουργός είναι αλκοολικός με την εξουσία

Συγγενικά

επεξεργασία

για τον εθισμένο στο αλκοόλ

για τη χημεία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία