αλκοολική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλκοολική < θηλυκό του ουσιστικού αλκοολικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλκοολική θηλυκό
- γυναίκα με πρόβλημα εξάρτησης από το αλκοόλ
- (κατ' επέκταση) η εξαρτημένη
- είναι αλκοολική με τη δουλειά της
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλκοολική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αλκοολική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αλκοολικός