Ετυμολογία

επεξεργασία
αλκοολική < θηλυκό του ουσιστικού αλκοολικός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλκοολική θηλυκό

είναι αλκοολική με τη δουλειά της

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία