Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλκοολίκι τα αλκοολίκια
      γενική του αλκοολικιού των αλκοολικιών
    αιτιατική το αλκοολίκι τα αλκοολίκια
     κλητική αλκοολίκι αλκοολίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλκοολίκι < αλκοόλ + -ίκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλκοολίκι ουδέτερο

  1. αλκοολισμός
  2. εθισμός σε κάτι, « μανία »

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία