αντιαλκοολικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιαλκοολικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αντιαλκοολικός
- που αποβλέπει στην καταπολέμηση του αλκοολισμού
- αντιαλκοολικός αγώνας
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιαλκοολικός αρσενικό
- που δρα δημόσια εναντίον του αλκοολισμού
- είναι φανατικός αντιαλκοολικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιαλκοολικός