Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.al.kɔ.lik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
antialcoolique antialcooliques

antialcoolique (fr) αρσενικό ή θηλυκό