alcoholic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | alcoholic |
συγκριτικός | more alcoholic |
υπερθετικός | most alcoholic |
alcoholic (en)
- αλκοολούχος
- ⮡ an alcoholic refreshment - αλκοολούχο αναψυκτικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
alcoholic | alcoholics |
alcoholic (en)
- ο αλκοολικός, η αλκοολική
- ⮡ He is an alcoholic.
- Είναι αλκοολικός.
- ⮡ He is an alcoholic.