↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλκοολομετρικός η αλκοολομετρική το αλκοολομετρικό
      γενική του αλκοολομετρικού της αλκοολομετρικής του αλκοολομετρικού
    αιτιατική τον αλκοολομετρικό την αλκοολομετρική το αλκοολομετρικό
     κλητική αλκοολομετρικέ αλκοολομετρική αλκοολομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλκοολομετρικοί οι αλκοολομετρικές τα αλκοολομετρικά
      γενική των αλκοολομετρικών των αλκοολομετρικών των αλκοολομετρικών
    αιτιατική τους αλκοολομετρικούς τις αλκοολομετρικές τα αλκοολομετρικά
     κλητική αλκοολομετρικοί αλκοολομετρικές αλκοολομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλκοολομετρικός < αλκοολομέτρηση

  Επίθετο

επεξεργασία

αλκοολομετρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία