πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πονοκέφαλος οι πονοκέφαλοι
      γενική του πονοκέφαλου
& πονοκεφάλου
των πονοκέφαλων
& πονοκεφάλων
    αιτιατική τον πονοκέφαλο τους πονοκέφαλους
& πονοκεφάλους
     κλητική πονοκέφαλε πονοκέφαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πονοκέφαλος < πόνος + -ο- + κεφάλι + -ος

Ουσιαστικό

επεξεργασία