κεφαλόπονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεφαλόπονος < μεσαιωνική ελληνική κεφαλόπονος < κεφάλι + -ο- + πόνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεφαλόπονος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κεφαλοπονώ
- → δείτε τις λέξεις κεφάλι και πόνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεφαλόπονος
|