Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλοπονώ < μεσαιωνική ελληνική κεφαλοπονώ < κεφάλι + -ο- + πονώ

  Ρήμα επεξεργασία

κεφαλοπονώ

  1. έχω πονοκέφαλο
     συνώνυμα: κεφαλαλγώ
  2. ανησυχώ
     συνώνυμα: πονοκεφαλιάζω, σπαζοκεφαλιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία