κεφαλαλγώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεφαλαλγώ < (ελληνιστική κοινή) κεφαλαλγέω / κεφαλαλγῶ
Ρήμα
επεξεργασίακεφαλαλγώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κεφαλαλγία
- → δείτε τις λέξεις κεφάλι και άλγος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κεφαλαλγώ | κεφαλαλγούσα | θα κεφαλαλγώ | να κεφαλαλγώ | κεφαλαλγώντας | |
β' ενικ. | κεφαλαλγείς | κεφαλαλγούσες | θα κεφαλαλγείς | να κεφαλαλγείς | (κεφαλάλγει) | |
γ' ενικ. | κεφαλαλγεί | κεφαλαλγούσε | θα κεφαλαλγεί | να κεφαλαλγεί | ||
α' πληθ. | κεφαλαλγούμε | κεφαλαλγούσαμε | θα κεφαλαλγούμε | να κεφαλαλγούμε | ||
β' πληθ. | κεφαλαλγείτε | κεφαλαλγούσατε | θα κεφαλαλγείτε | να κεφαλαλγείτε | κεφαλαλγείτε | |
γ' πληθ. | κεφαλαλγούν(ε) | κεφαλαλγούσαν(ε) | θα κεφαλαλγούν(ε) | να κεφαλαλγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κεφαλάλγησα | θα κεφαλαλγήσω | να κεφαλαλγήσω | κεφαλαλγήσει | ||
β' ενικ. | κεφαλάλγησες | θα κεφαλαλγήσεις | να κεφαλαλγήσεις | κεφαλάλγησε | ||
γ' ενικ. | κεφαλάλγησε | θα κεφαλαλγήσει | να κεφαλαλγήσει | |||
α' πληθ. | κεφαλαλγήσαμε | θα κεφαλαλγήσουμε | να κεφαλαλγήσουμε | |||
β' πληθ. | κεφαλαλγήσατε | θα κεφαλαλγήσετε | να κεφαλαλγήσετε | κεφαλαλγήστε | ||
γ' πληθ. | κεφαλάλγησαν κεφαλαλγήσαν(ε) |
θα κεφαλαλγήσουν(ε) | να κεφαλαλγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κεφαλαλγήσει | είχα κεφαλαλγήσει | θα έχω κεφαλαλγήσει | να έχω κεφαλαλγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κεφαλαλγήσει | είχες κεφαλαλγήσει | θα έχεις κεφαλαλγήσει | να έχεις κεφαλαλγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κεφαλαλγήσει | είχε κεφαλαλγήσει | θα έχει κεφαλαλγήσει | να έχει κεφαλαλγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κεφαλαλγήσει | είχαμε κεφαλαλγήσει | θα έχουμε κεφαλαλγήσει | να έχουμε κεφαλαλγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κεφαλαλγήσει | είχατε κεφαλαλγήσει | θα έχετε κεφαλαλγήσει | να έχετε κεφαλαλγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κεφαλαλγήσει | είχαν κεφαλαλγήσει | θα έχουν κεφαλαλγήσει | να έχουν κεφαλαλγήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεφαλαλγώ
|