Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαζοκεφαλιάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

σπαζοκεφαλιάζω

  • προσπαθώ τόσο δυνατά να βρω λύση σε ένα δύσκολο πρόβλημα, το σκέφτομαι τόσο πολύ, που ταλαιπωρούμαι
δεν αξίζει να σπαζοκεφαλιάζεις τόση ώρα για αυτό το ασήμαντο πράγμα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία