ημικρανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ημικρανία < ελληνιστική κοινή ἡμικρανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαημικρανία θηλυκό
- (ιατρική) έντονος πονοκέφαλος, συνήθως εντοπισμένος στο μισό του κεφαλιού κοντά στον κρόταφο και συχνά συνοδευόμενος από ναυτία, ευαισθησία στο φως και διαταραχές της όρασης
Συγγενικά
επεξεργασία- ημικρανικός
- → δείτε τις λέξεις ήμισυς και κρανίο