καρηβαρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρηβαρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καρηβαρία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ri.vaˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρη‐βα‐ρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρηβαρία θηλυκό
- (ιατρική, αρχαιοπρεπές, σπάνιο) (ελαφρύς) πονοκέφαλος
- ※ Οι σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες αφορούν σε ναυτία/έμετο, καρηβαρία, πυρετό, δυσκοιλιότητα ή διάρροια και περιφερικό οίδημα.
- Ευγενία Μαλλιαρού, Μετα-ανάλυση δεδομένων σύγκρισης κανονικής έναντι βασισμένης στο σωματικό βάρος δόσης Ρασβουρικάσης στο Σύνδρομο Λύσης Όγκου, Διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σχολή Θετικών Επιστημών, Τμήμα Πληροφορικής με εφαρμογές στη Βιοϊατρική, Λαμία 2019, σελ. 15
- ※ Το κυριότερο σύμπτωμα είναι η υπνηλία, η οποία μπορεί να πάρει δραματικές διαστάσεις και να καταστρέψει την επαγγελματική και την κοινωνική ζωή του ασθενούς. Συχνά ο ασθενής κοιμάται κατά τη διάρκεια της οδηγήσεως και γίνεται πρόξενος ατυχημάτων. Η πρωινή ξηροστομία απαντάται στις περισσότερες περιπτώσεις. Πρωινοί πονοκέφαλοι, ζάλη, καρηβαρία και αίσθηση μη επαρκούς ύπνου αναφέρονται συχνά από τους πάσχοντες.
- Καλλιρρόη Κ. Λάμπρου, ΜΕΛΕΤΗ ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΑΠΝΟΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΥΠΝΟ, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Σχολή Επιστημών Υγείας, Τμήμα Ιατρικής, Ιωάννινα 2015, σελ. 33
- ※ Οι σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες αφορούν σε ναυτία/έμετο, καρηβαρία, πυρετό, δυσκοιλιότητα ή διάρροια και περιφερικό οίδημα.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρηβαρία
Πηγές
επεξεργασία- καρηβαρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καρηβαρίᾱ | αἱ | καρηβαρίαι |
γενική | τῆς | καρηβαρίᾱς | τῶν | καρηβαριῶν |
δοτική | τῇ | καρηβαρίᾳ | ταῖς | καρηβαρίαις |
αιτιατική | τὴν | καρηβαρίᾱν | τὰς | καρηβαρίᾱς |
κλητική ὦ! | καρηβαρίᾱ | καρηβαρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρηβαρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καρηβαρίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαρηβαρία, -ας θηλυκό
- (ιατρική) καρηβαρία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, (Epidemiarum), 2.3.1, p.102, @scaife.perseus
- ᾟσιν ἐν πυρετοῖσιν ἀσώδεσι, φρικώδεσιν, ἐρεύθονται πρόσωπα, κοπιώδεες, ὀμμάτων ὀδυνώδεες, καρηβαρίαι, παραπληγίαι·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως, 3 @scaife.perseus
- Σημεῖον δὲ τούτων καὶ τὰ ὑπνωτικά· πάντα γὰρ καρηβαρίαν ποιεῖ, καὶ τὰ ποτὰ καὶ τὰ βρωτά, μήκων, μανδραγόρας, οἶνος, αἶραι. Καὶ καταφερόμενοι καὶ νυστάζοντες τοῦτο δοκοῦσι πάσχειν, καὶ ἀδυνατοῦσιν αἴρειν τὴν κεφαλὴν καὶ τὰ βλέφαρα.
- ≈ συνώνυμα: καρηβάρησις, κεφαλαλγία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, (Epidemiarum), 2.3.1, p.102, @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καρηβαρής
Πηγές
επεξεργασία- καρηβαρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.