ελαφρύς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ελαφρύς < ελαφρ(ός) + -ύς κατά το βαρύς, < αρχαία ελληνική ἐλαφρός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.laˈfɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λα‐φρύς
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ελαφρύς, -ιά, -ύ, συγκριτικός : ελαφρύτερος, υπερθετικός : ελαφρύτατος
- άλλη μορφή του ελαφρός
- ※ Είχε αρχίσει να φυσάει ένας ελαφρύς αέρας. (Θανάσης Βαλτινός (2012). Ανάπλους [μυθιστόρημα])
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ελαφριά (επίρρημα)
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ελαφρός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ελαφρύς
|