Δείτε επίσης: -υς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ύς η -ιά
-εία
το -ύ
      γενική του -ιού, -ύ
-έος
της -ιάς
-είας
του -ιού, -ύ
-έος
    αιτιατική τον -ύ τη(ν) -ιά
-εία
το -ύ
     κλητική -ύ -ιά
-εία
-ύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ιοί
-είς
οι -ιές
-είες
τα -ιά
-έα
      γενική των -ιών
-έων
των -ιών
-ειών
των -ιών
-έων
    αιτιατική τους -ιούς
-είς
τις -ιές
-είες
τα -ιά
-έα
     κλητική -ιοί
-είς
-ιές
-είες
-ιά
-έα
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση
Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους.
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ύς[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈis/

  Επίθημα επεξεργασία

-ύς, -ιά, -ύ

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ύςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)