↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριγενής η τριγενής το τριγενές
      γενική του τριγενούς* της τριγενούς του τριγενούς
    αιτιατική τον τριγενή την τριγενή το τριγενές
     κλητική τριγενή(ς) τριγενής τριγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριγενείς οι τριγενείς τα τριγενή
      γενική των τριγενών των τριγενών των τριγενών
    αιτιατική τους τριγενείς τις τριγενείς τα τριγενή
     κλητική τριγενείς τριγενείς τριγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριγενής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τριγενής < αρχαία ελληνική σημασία: «τριών περιόδων» (για τις φάσης ζωής εντόμου). Μορφολογικά αναλύεται σε τρι- + -γενής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾi.ʝeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐γε‐νής

  Επίθετο

επεξεργασία

τριγενής, -ης, -ες

  • (γραμματική) που έχει και τα τρία γραμματικά γένη: (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο)
    ⮡  Το «καλός» είναι τριγενές τρικατάληκτο επίθετο. Το «τριγενής» είναι τριγενές δικατάληκτο επίθετο. Το «μιγάς» είναι διγενές μονοκατάληκτο επίθετο. Το αρχαίο «Ἑλληνίς» είναι μονογενές μονοκατάληκτο επίθετο, ή θηλυκό ουσιαστικό.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τριγενής τὸ τριγενές
      γενική τοῦ/τῆς τριγενοῦς τοῦ τριγενοῦς
      δοτική τῷ/τῇ τριγενεῖ τῷ τριγενεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν τριγεν τὸ τριγενές
     κλητική ! τριγενές τριγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τριγενεῖς τὰ τριγεν
      γενική τῶν τριγενῶν τῶν τριγενῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς τριγενέσ(ν) τοῖς τριγενέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς τριγενεῖς τὰ τριγεν
     κλητική ! τριγενεῖς τριγεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τριγενεῖ τὼ τριγενεῖ
      γεν-δοτ τοῖν τριγενοῖν τοῖν τριγενοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριγενής < τρι- + -γενής

  Επίθετο

επεξεργασία

τριγενής, -ής, -ές

  1. (εντομολογία) τριών «γεννήσεων» ή φάσεων (για τις περιόδους ζωής εντόμου)
  2. (ελληνιστική σημασία) που έχει τρία γένη
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: τριγενής