Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαφρύτερος η ελαφρύτερη το ελαφρύτερο
      γενική του ελαφρύτερου της ελαφρύτερης του ελαφρύτερου
    αιτιατική τον ελαφρύτερο την ελαφρύτερη το ελαφρύτερο
     κλητική ελαφρύτερε ελαφρύτερη ελαφρύτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαφρύτεροι οι ελαφρύτερες τα ελαφρύτερα
      γενική των ελαφρύτερων των ελαφρύτερων των ελαφρύτερων
    αιτιατική τους ελαφρύτερους τις ελαφρύτερες τα ελαφρύτερα
     κλητική ελαφρύτεροι ελαφρύτερες ελαφρύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαφρύτερος < ελαφρ-ύτερος, συγκριτικός βαθμός του ελαφρύς

  Επίθετο επεξεργασία

ελαφρύτερος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία