γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐλαφρός ἐλαφρᾱ́ τὸ ἐλαφρόν
      γενική τοῦ ἐλαφροῦ τῆς ἐλαφρᾶς τοῦ ἐλαφροῦ
      δοτική τῷ ἐλαφρ τῇ ἐλαφρ τῷ ἐλαφρ
    αιτιατική τὸν ἐλαφρόν τὴν ἐλαφρᾱ́ν τὸ ἐλαφρόν
     κλητική ! ἐλαφρέ ἐλαφρᾱ́ ἐλαφρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐλαφροί αἱ ἐλαφραί τὰ ἐλαφρᾰ́
      γενική τῶν ἐλαφρῶν τῶν ἐλαφρῶν τῶν ἐλαφρῶν
      δοτική τοῖς ἐλαφροῖς ταῖς ἐλαφραῖς τοῖς ἐλαφροῖς
    αιτιατική τοὺς ἐλαφρούς τὰς ἐλαφρᾱ́ς τὰ ἐλαφρᾰ́
     κλητική ! ἐλαφροί ἐλαφραί ἐλαφρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλαφρώ τὼ ἐλαφρᾱ́ τὼ ἐλαφρώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐλαφροῖν τοῖν ἐλαφραῖν τοῖν ἐλαφροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἐλαφρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁léngʰus < *h₁lengʷʰ- (ελαφρός) +‎ *-us

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐλαφρός, -ά, -όν

  • ελαφρός
    ⮡  γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν - ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει