ἐλαφρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαἐλαφρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁léngʰus < *h₁lengʷʰ- (ελαφρός) + *-us
Επίθετο
επεξεργασίαἐλαφρός, -ά, -όν
- ελαφρός
- ⮡ γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν - ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει
Πηγές
επεξεργασία- ἐλαφρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλαφρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.