ελαφρύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαφρύνω < ελληνιστική κοινή ἐλαφρύνω < αρχαία ελληνική ἐλαφρός
Ρήμα
επεξεργασίαελαφρύνω (παθητική φωνή: ελαφρύνομαι)
- άλλη μορφή του ελαφραίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελαφρύνω
|
ελαφρύνω (παθητική φωνή: ελαφρύνομαι)
|