ελαφραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαφραίνω < μεσαιωνική ελληνική ελαφραίνω < ελληνιστική κοινή ἐλαφρύνω < αρχαία ελληνική ἐλαφρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁léngʰus < *h₁lengʷʰ- (ελαφρός) + *-us
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.laˈfɾe.no/
Ρήμα
επεξεργασίαελαφραίνω, αόρ.: ελάφρυνα, χωρίς παθητική φωνή
- γίνομαι ελαφρότερος
- κάνω κάτι ελαφρότερο
- (μεταφορικά) αφαιρώ κάποιο βάρος ή απαλλάσσω κάποιον απ’ αυτό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελαφραίνω | ελάφραινα | θα ελαφραίνω | να ελαφραίνω | ελαφραίνοντας | |
β' ενικ. | ελαφραίνεις | ελάφραινες | θα ελαφραίνεις | να ελαφραίνεις | ελάφραινε | |
γ' ενικ. | ελαφραίνει | ελάφραινε | θα ελαφραίνει | να ελαφραίνει | ||
α' πληθ. | ελαφραίνουμε | ελαφραίναμε | θα ελαφραίνουμε | να ελαφραίνουμε | ||
β' πληθ. | ελαφραίνετε | ελαφραίνατε | θα ελαφραίνετε | να ελαφραίνετε | ελαφραίνετε | |
γ' πληθ. | ελαφραίνουν(ε) | ελάφραιναν ελαφραίναν(ε) |
θα ελαφραίνουν(ε) | να ελαφραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελάφρυνα | θα ελαφρύνω | να ελαφρύνω | ελαφρύνει | ||
β' ενικ. | ελάφρυνες | θα ελαφρύνεις | να ελαφρύνεις | ελάφρυνε | ||
γ' ενικ. | ελάφρυνε | θα ελαφρύνει | να ελαφρύνει | |||
α' πληθ. | ελαφρύναμε | θα ελαφρύνουμε | να ελαφρύνουμε | |||
β' πληθ. | ελαφρύνατε | θα ελαφρύνετε | να ελαφρύνετε | ελαφρύνετε | ||
γ' πληθ. | ελάφρυναν ελαφρύναν(ε) |
θα ελαφρύνουν(ε) | να ελαφρύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ελαφρύνει | είχα ελαφρύνει | θα έχω ελαφρύνει | να έχω ελαφρύνει | ||
β' ενικ. | έχεις ελαφρύνει | είχες ελαφρύνει | θα έχεις ελαφρύνει | να έχεις ελαφρύνει | ||
γ' ενικ. | έχει ελαφρύνει | είχε ελαφρύνει | θα έχει ελαφρύνει | να έχει ελαφρύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ελαφρύνει | είχαμε ελαφρύνει | θα έχουμε ελαφρύνει | να έχουμε ελαφρύνει | ||
β' πληθ. | έχετε ελαφρύνει | είχατε ελαφρύνει | θα έχετε ελαφρύνει | να έχετε ελαφρύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ελαφρύνει | είχαν ελαφρύνει | θα έχουν ελαφρύνει | να έχουν ελαφρύνει |
|