αλαφρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλαφρώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίααλαφρώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλαφρώνω | αλάφρωνα | θα αλαφρώνω | να αλαφρώνω | αλαφρώνοντας | |
β' ενικ. | αλαφρώνεις | αλάφρωνες | θα αλαφρώνεις | να αλαφρώνεις | αλάφρωνε | |
γ' ενικ. | αλαφρώνει | αλάφρωνε | θα αλαφρώνει | να αλαφρώνει | ||
α' πληθ. | αλαφρώνουμε | αλαφρώναμε | θα αλαφρώνουμε | να αλαφρώνουμε | ||
β' πληθ. | αλαφρώνετε | αλαφρώνατε | θα αλαφρώνετε | να αλαφρώνετε | αλαφρώνετε | |
γ' πληθ. | αλαφρώνουν(ε) | αλάφρωναν αλαφρώναν(ε) |
θα αλαφρώνουν(ε) | να αλαφρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλάφρωσα | θα αλαφρώσω | να αλαφρώσω | αλαφρώσει | ||
β' ενικ. | αλάφρωσες | θα αλαφρώσεις | να αλαφρώσεις | αλάφρωσε | ||
γ' ενικ. | αλάφρωσε | θα αλαφρώσει | να αλαφρώσει | |||
α' πληθ. | αλαφρώσαμε | θα αλαφρώσουμε | να αλαφρώσουμε | |||
β' πληθ. | αλαφρώσατε | θα αλαφρώσετε | να αλαφρώσετε | αλαφρώστε | ||
γ' πληθ. | αλάφρωσαν αλαφρώσαν(ε) |
θα αλαφρώσουν(ε) | να αλαφρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλαφρώσει | είχα αλαφρώσει | θα έχω αλαφρώσει | να έχω αλαφρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλαφρώσει | είχες αλαφρώσει | θα έχεις αλαφρώσει | να έχεις αλαφρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλαφρώσει | είχε αλαφρώσει | θα έχει αλαφρώσει | να έχει αλαφρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλαφρώσει | είχαμε αλαφρώσει | θα έχουμε αλαφρώσει | να έχουμε αλαφρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλαφρώσει | είχατε αλαφρώσει | θα έχετε αλαφρώσει | να έχετε αλαφρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλαφρώσει | είχαν αλαφρώσει | θα έχουν αλαφρώσει | να έχουν αλαφρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλαφρώνω
→ δείτε τη λέξη ελαφρώνω |