ελαφρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαφρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐλαφρώνω < ελληνιστική κοινή ἐλαφρόω, ἐλαφρῶ + -ώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.laˈfɾo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαελαφρώνω, αόρ.: ελάφρωσα, παθ.φωνή: ελαφρώνομαι, π.αόρ.: ελαφρώθηκα, μτχ.π.π.: ελαφρωμένος, (οι παθητικοί τύποι, σπανιότεροι)
- (μεταβατικό) αφαιρώ βάρος, φορτίο
- να ελαφρώσεις τις σακούλες γιατί δε θα μπορέσεις να τις σηκώσεις
- θα ελαφρώσω τα μαλλιά μου με ένα καλό κόψιμο
- (μεταφορικά) αφαιρώ ψυχικό πόνο ή άχθος
- «Πέτε μου κάτι γιὰ νὰ ἰδῶ μήπως καὶ μ' ἐλαφρώσῃ» Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Στιχούργημα Α' (1847) , "Ο Kλέφτης"
- (αμετάβατο) γίνομαι πιο ελαφρός
- (μεταφορικά) ανακουφίζομαι από ψυχικό βάρος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ελαφρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελαφρώνω | ελάφρωνα | θα ελαφρώνω | να ελαφρώνω | ελαφρώνοντας | |
β' ενικ. | ελαφρώνεις | ελάφρωνες | θα ελαφρώνεις | να ελαφρώνεις | ελάφρωνε | |
γ' ενικ. | ελαφρώνει | ελάφρωνε | θα ελαφρώνει | να ελαφρώνει | ||
α' πληθ. | ελαφρώνουμε | ελαφρώναμε | θα ελαφρώνουμε | να ελαφρώνουμε | ||
β' πληθ. | ελαφρώνετε | ελαφρώνατε | θα ελαφρώνετε | να ελαφρώνετε | ελαφρώνετε | |
γ' πληθ. | ελαφρώνουν(ε) | ελάφρωναν ελαφρώναν(ε) |
θα ελαφρώνουν(ε) | να ελαφρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελάφρωσα | θα ελαφρώσω | να ελαφρώσω | ελαφρώσει | ||
β' ενικ. | ελάφρωσες | θα ελαφρώσεις | να ελαφρώσεις | ελάφρωσε | ||
γ' ενικ. | ελάφρωσε | θα ελαφρώσει | να ελαφρώσει | |||
α' πληθ. | ελαφρώσαμε | θα ελαφρώσουμε | να ελαφρώσουμε | |||
β' πληθ. | ελαφρώσατε | θα ελαφρώσετε | να ελαφρώσετε | ελαφρώστε | ||
γ' πληθ. | ελάφρωσαν ελαφρώσαν(ε) |
θα ελαφρώσουν(ε) | να ελαφρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ελαφρώσει | είχα ελαφρώσει | θα έχω ελαφρώσει | να έχω ελαφρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ελαφρώσει | είχες ελαφρώσει | θα έχεις ελαφρώσει | να έχεις ελαφρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ελαφρώσει | είχε ελαφρώσει | θα έχει ελαφρώσει | να έχει ελαφρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ελαφρώσει | είχαμε ελαφρώσει | θα έχουμε ελαφρώσει | να έχουμε ελαφρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ελαφρώσει | είχατε ελαφρώσει | θα έχετε ελαφρώσει | να έχετε ελαφρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ελαφρώσει | είχαν ελαφρώσει | θα έχουν ελαφρώσει | να έχουν ελαφρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελαφρώνομαι | ελαφρωνόμουν(α) | θα ελαφρώνομαι | να ελαφρώνομαι | ||
β' ενικ. | ελαφρώνεσαι | ελαφρωνόσουν(α) | θα ελαφρώνεσαι | να ελαφρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ελαφρώνεται | ελαφρωνόταν(ε) | θα ελαφρώνεται | να ελαφρώνεται | ||
α' πληθ. | ελαφρωνόμαστε | ελαφρωνόμαστε ελαφρωνόμασταν |
θα ελαφρωνόμαστε | να ελαφρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ελαφρώνεστε | ελαφρωνόσαστε ελαφρωνόσασταν |
θα ελαφρώνεστε | να ελαφρώνεστε | (ελαφρώνεστε) | |
γ' πληθ. | ελαφρώνονται | ελαφρώνονταν ελαφρωνόντουσαν |
θα ελαφρώνονται | να ελαφρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελαφρώθηκα | θα ελαφρωθώ | να ελαφρωθώ | ελαφρωθεί | ||
β' ενικ. | ελαφρώθηκες | θα ελαφρωθείς | να ελαφρωθείς | ελαφρώσου | ||
γ' ενικ. | ελαφρώθηκε | θα ελαφρωθεί | να ελαφρωθεί | |||
α' πληθ. | ελαφρωθήκαμε | θα ελαφρωθούμε | να ελαφρωθούμε | |||
β' πληθ. | ελαφρωθήκατε | θα ελαφρωθείτε | να ελαφρωθείτε | ελαφρωθείτε | ||
γ' πληθ. | ελαφρώθηκαν ελαφρωθήκαν(ε) |
θα ελαφρωθούν(ε) | να ελαφρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ελαφρωθεί | είχα ελαφρωθεί | θα έχω ελαφρωθεί | να έχω ελαφρωθεί | ελαφρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ελαφρωθεί | είχες ελαφρωθεί | θα έχεις ελαφρωθεί | να έχεις ελαφρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ελαφρωθεί | είχε ελαφρωθεί | θα έχει ελαφρωθεί | να έχει ελαφρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ελαφρωθεί | είχαμε ελαφρωθεί | θα έχουμε ελαφρωθεί | να έχουμε ελαφρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ελαφρωθεί | είχατε ελαφρωθεί | θα έχετε ελαφρωθεί | να έχετε ελαφρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ελαφρωθεί | είχαν ελαφρωθεί | θα έχουν ελαφρωθεί | να έχουν ελαφρωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελαφρώνω
|