Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βαραίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαραίνω < αρχαία ελληνική βαρύνω < βαρύς

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /vaˈɾe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐ραί‐νω

  ΡήμαΕπεξεργασία

βαραίνω, αόρ.: βάρυνα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. βάζω βάρος πάνω σε κάτι ή κάποιον
  2. (μεταφορικά) στενοχωρώ, κουράζω
    ※  Οι σκέψεις αυτές βάρυναν ακόμα πιο πολύ την καρδιά. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  3. έχω σχέση, καταλογίζω, επιρρίπτω μερίδιο ευθύνης
    ※  Η ευθύνη βέβαια δεν βαραίνει μόνο τους πολιτικούς προϊστάμενούς μας. Ανάλογη ευθύνη βαραίνει και όλους εμάς που ασχολούμαστε με τον τουρισμό καθώς επί σειράν ετών αποτύχαμε να πείσουμε την πολιτεία για τη σημασία και τη συνεισφορά του τομέα στην εθνική οικονομία. (* εφημερίδα Το Βήμα)
  4. (μεταφορικά) παίζω σημαντικό ρόλο, σημαίνω πολλά
  5. γίνομαιαισθάνομαι / νιώθω) πιο βαρύς
    ※  Ο Λάμπρος έχει βαρύνει με το φαγητό και τα ματάκια του βασιλεύουν. (Πέτρος Μάρκαρης (2020) Ο φόνος είναι χρήμα [μυθιστόρημα])
  6. (μεταφορικά) κουράζομαι, δυσφορώ

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία