βαραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαραίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαραίνω < αρχαία ελληνική βαρύνω < βαρύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈɾe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ραί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαβαραίνω, αόρ.: βάρυνα (χωρίς παθητική φωνή)
- βάζω βάρος πάνω σε κάτι ή κάποιον
- (μεταφορικά) στενοχωρώ, κουράζω
- ※ Οι σκέψεις αυτές βάρυναν ακόμα πιο πολύ την καρδιά. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- έχω σχέση, καταλογίζω, επιρρίπτω μερίδιο ευθύνης
- ※ Η ευθύνη βέβαια δεν βαραίνει μόνο τους πολιτικούς προϊστάμενούς μας. Ανάλογη ευθύνη βαραίνει και όλους εμάς που ασχολούμαστε με τον τουρισμό καθώς επί σειράν ετών αποτύχαμε να πείσουμε την πολιτεία για τη σημασία και τη συνεισφορά του τομέα στην εθνική οικονομία. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- (μεταφορικά) παίζω σημαντικό ρόλο, σημαίνω πολλά
- γίνομαι (ή αισθάνομαι / νιώθω) πιο βαρύς
- ※ Ο Λάμπρος έχει βαρύνει με το φαγητό και τα ματάκια του βασιλεύουν. (Πέτρος Μάρκαρης (2020) Ο φόνος είναι χρήμα [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) κουράζομαι, δυσφορώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαραίνω | βάραινα | θα βαραίνω | να βαραίνω | βαραίνοντας | |
β' ενικ. | βαραίνεις | βάραινες | θα βαραίνεις | να βαραίνεις | βάραινε | |
γ' ενικ. | βαραίνει | βάραινε | θα βαραίνει | να βαραίνει | ||
α' πληθ. | βαραίνουμε | βαραίναμε | θα βαραίνουμε | να βαραίνουμε | ||
β' πληθ. | βαραίνετε | βαραίνατε | θα βαραίνετε | να βαραίνετε | βαραίνετε | |
γ' πληθ. | βαραίνουν(ε) | βάραιναν βαραίναν(ε) |
θα βαραίνουν(ε) | να βαραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάρυνα | θα βαρύνω | να βαρύνω | βαρύνει | ||
β' ενικ. | βάρυνες | θα βαρύνεις | να βαρύνεις | βάρυνε | ||
γ' ενικ. | βάρυνε | θα βαρύνει | να βαρύνει | |||
α' πληθ. | βαρύναμε | θα βαρύνουμε | να βαρύνουμε | |||
β' πληθ. | βαρύνατε | θα βαρύνετε | να βαρύνετε | βαρύνετε | ||
γ' πληθ. | βάρυναν βαρύναν(ε) |
θα βαρύνουν(ε) | να βαρύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαρύνει | είχα βαρύνει | θα έχω βαρύνει | να έχω βαρύνει | ||
β' ενικ. | έχεις βαρύνει | είχες βαρύνει | θα έχεις βαρύνει | να έχεις βαρύνει | ||
γ' ενικ. | έχει βαρύνει | είχε βαρύνει | θα έχει βαρύνει | να έχει βαρύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαρύνει | είχαμε βαρύνει | θα έχουμε βαρύνει | να έχουμε βαρύνει | ||
β' πληθ. | έχετε βαρύνει | είχατε βαρύνει | θα έχετε βαρύνει | να έχετε βαρύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαρύνει | είχαν βαρύνει | θα έχουν βαρύνει | να έχουν βαρύνει |
|