Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmaxn̩/
 
 

  Ρήμα επεξεργασία

machen (de)

  1. κάνω
  2. φτιάχνω
    mach die Kameras fertig - ετοίμασε τις κάμερες