Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.laˈfɾo.no.me/

  Ρήμα επεξεργασία

ελαφρώνομαι, π.αόρ.: ελαφρώθηκα, (ενεργ.: ελαφρώνω)