Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελαφρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελαφρωμέν
ος
η
ελαφρωμέν
η
το
ελαφρωμέν
ο
γενική
του
ελαφρωμέν
ου
της
ελαφρωμέν
ης
του
ελαφρωμέν
ου
αιτιατική
τον
ελαφρωμέν
ο
την
ελαφρωμέν
η
το
ελαφρωμέν
ο
κλητική
ελαφρωμέν
ε
ελαφρωμέν
η
ελαφρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελαφρωμέν
οι
οι
ελαφρωμέν
ες
τα
ελαφρωμέν
α
γενική
των
ελαφρωμέν
ων
των
ελαφρωμέν
ων
των
ελαφρωμέν
ων
αιτιατική
τους
ελαφρωμέν
ους
τις
ελαφρωμέν
ες
τα
ελαφρωμέν
α
κλητική
ελαφρωμέν
οι
ελαφρωμέν
ες
ελαφρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελαφρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ελαφρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ελαφρωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ελαφρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελαφρωμένος