↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαφρωμένος η ελαφρωμένη το ελαφρωμένο
      γενική του ελαφρωμένου της ελαφρωμένης του ελαφρωμένου
    αιτιατική τον ελαφρωμένο την ελαφρωμένη το ελαφρωμένο
     κλητική ελαφρωμένε ελαφρωμένη ελαφρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαφρωμένοι οι ελαφρωμένες τα ελαφρωμένα
      γενική των ελαφρωμένων των ελαφρωμένων των ελαφρωμένων
    αιτιατική τους ελαφρωμένους τις ελαφρωμένες τα ελαφρωμένα
     κλητική ελαφρωμένοι ελαφρωμένες ελαφρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελαφρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελαφρώνω

ελαφρωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ελαφρώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία