καρηβαρής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαρηβαρής, -ής, -ές
- (ιατρική) που αισθάνεται βάρος στο κεφάλι, που έχει πονοκέφαλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καρηβαρής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.