-βαρής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -βαρής | η | -βαρής | το | -βαρές |
γενική | του | -βαρούς* | της | -βαρούς | του | -βαρούς |
αιτιατική | τον | -βαρή | τη(ν) | -βαρή | το | -βαρές |
κλητική | -βαρή(ς) | -βαρής | -βαρές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -βαρείς | οι | -βαρείς | τα | -βαρή |
γενική | των | -βαρών | των | -βαρών | των | -βαρών |
αιτιατική | τους | -βαρείς | τις | -βαρείς | τα | -βαρή |
κλητική | -βαρείς | -βαρείς | -βαρή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -βαρής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -βαρής < βάρ(ος) + -ής
- για νεότερους επιστημονικούς όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία bar- < αρχαία ελληνική βάρος (όπως γαλλικά -bare, αγγλικά -bar - παράδειγμα: ισοβαρής)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -βα‐ρής
- ομόηχο: βαρύς
Επίθημα
επεξεργασία-βαρής, -ής, -ές
- δεύτερο συνθετικό σύνθετων επιθέτων που δηλώνει ότι το βάρος του προσδιοριζόμενου έχει χαρακτηριστικά όπως ορίζονται στο πρώτο συνθετικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία -βαρής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αμφοτεροβαρής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- λήγουν σε -βαρής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -βαρής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Όροι που λήγουν σε -βαρής — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ετυμολογία
επεξεργασία- -βαρής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -βαρής < βάρ(ος) + -ής
Επίθημα
επεξεργασία-βαρής θηλυκό
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | -βαρής | τὸ | -βαρές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | -βαροῦς | τοῦ | -βαροῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | -βαρεῖ | τῷ | -βαρεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | -βαρῆ | τὸ | -βαρές | ||
κλητική ὦ! | -βαρές | -βαρές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | -βαρεῖς | τὰ | -βαρῆ | ||
γενική | τῶν | -βαρῶν | τῶν | -βαρῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | -βαρέσῐ(ν) | τοῖς | -βαρέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | -βαρεῖς | τὰ | -βαρῆ | ||
κλητική ὦ! | -βαρεῖς | -βαρῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -βαρεῖ | τὼ | -βαρεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -βαροῖν | τοῖν | -βαροῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-βαρής, -ής, -ές
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -βαρής στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -βαρής @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts