Δείτε επίσης: βαρύς
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -βαρής η -βαρής το -βαρές
      γενική του -βαρούς* της -βαρούς του -βαρούς
    αιτιατική τον -βαρή τη(ν) -βαρή το -βαρές
     κλητική -βαρή(ς) -βαρής -βαρές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -βαρείς οι -βαρείς τα -βαρή
      γενική των -βαρών των -βαρών των -βαρών
    αιτιατική τους -βαρείς τις -βαρείς τα -βαρή
     κλητική -βαρείς -βαρείς -βαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
-βαρής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -βαρής < βάρ(ος) + -ής

-βαρής, -ής, -ές

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αμφοτεροβαρής -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -βαρής τὸ -βαρές
      γενική τοῦ/τῆς -βαροῦς τοῦ -βαροῦς
      δοτική τῷ/τῇ -βαρεῖ τῷ -βαρεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν -βαρ τὸ -βαρές
     κλητική ! -βαρές -βαρές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -βαρεῖς τὰ -βαρ
      γενική τῶν -βαρῶν τῶν -βαρῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς -βαρέσ(ν) τοῖς -βαρέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς -βαρεῖς τὰ -βαρ
     κλητική ! -βαρεῖς -βαρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -βαρεῖ τὼ -βαρεῖ
      γεν-δοτ τοῖν -βαροῖν τοῖν -βαροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

-βαρής < βάρ(ος) + -ής