αμφοτεροβαρής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμφοτεροβαρής | η | αμφοτεροβαρής | το | αμφοτεροβαρές |
γενική | του | αμφοτεροβαρούς* | της | αμφοτεροβαρούς | του | αμφοτεροβαρούς |
αιτιατική | τον | αμφοτεροβαρή | την | αμφοτεροβαρή | το | αμφοτεροβαρές |
κλητική | αμφοτεροβαρή(ς) | αμφοτεροβαρής | αμφοτεροβαρές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμφοτεροβαρείς | οι | αμφοτεροβαρείς | τα | αμφοτεροβαρή |
γενική | των | αμφοτεροβαρών | των | αμφοτεροβαρών | των | αμφοτεροβαρών |
αιτιατική | τους | αμφοτεροβαρείς | τις | αμφοτεροβαρείς | τα | αμφοτεροβαρή |
κλητική | αμφοτεροβαρείς | αμφοτεροβαρείς | αμφοτεροβαρή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααμφοτεροβαρής, -ής, -ές
- (λόγιο) που επιβαρύνει εξίσου και τα δύο μέρη μιας σύμβασης
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμφοτεροβαρής