↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφοτεροβαρής η αμφοτεροβαρής το αμφοτεροβαρές
      γενική του αμφοτεροβαρούς* της αμφοτεροβαρούς του αμφοτεροβαρούς
    αιτιατική τον αμφοτεροβαρή την αμφοτεροβαρή το αμφοτεροβαρές
     κλητική αμφοτεροβαρή(ς) αμφοτεροβαρής αμφοτεροβαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφοτεροβαρείς οι αμφοτεροβαρείς τα αμφοτεροβαρή
      γενική των αμφοτεροβαρών των αμφοτεροβαρών των αμφοτεροβαρών
    αιτιατική τους αμφοτεροβαρείς τις αμφοτεροβαρείς τα αμφοτεροβαρή
     κλητική αμφοτεροβαρείς αμφοτεροβαρείς αμφοτεροβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμφοτεροβαρής < αμφότεροι + -ο- + βάρος + -ής

  Επίθετο

επεξεργασία

αμφοτεροβαρής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία