Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσδιοριζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσδιοριζόμεν
ος
η
προσδιοριζόμεν
η
το
προσδιοριζόμεν
ο
γενική
του
προσδιοριζόμεν
ου
της
προσδιοριζόμεν
ης
του
προσδιοριζόμεν
ου
αιτιατική
τον
προσδιοριζόμεν
ο
την
προσδιοριζόμεν
η
το
προσδιοριζόμεν
ο
κλητική
προσδιοριζόμεν
ε
προσδιοριζόμεν
η
προσδιοριζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσδιοριζόμεν
οι
οι
προσδιοριζόμεν
ες
τα
προσδιοριζόμεν
α
γενική
των
προσδιοριζόμεν
ων
των
προσδιοριζόμεν
ων
των
προσδιοριζόμεν
ων
αιτιατική
τους
προσδιοριζόμεν
ους
τις
προσδιοριζόμεν
ες
τα
προσδιοριζόμεν
α
κλητική
προσδιοριζόμεν
οι
προσδιοριζόμεν
ες
προσδιοριζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προσδιοριζόμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
προσδιορίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσδιοριζόμενος