ισόβαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισόβαρος | η | ισόβαρη | το | ισόβαρο |
γενική | του | ισόβαρου | της | ισόβαρης | του | ισόβαρου |
αιτιατική | τον | ισόβαρο | την | ισόβαρη | το | ισόβαρο |
κλητική | ισόβαρε | ισόβαρη | ισόβαρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισόβαροι | οι | ισόβαρες | τα | ισόβαρα |
γενική | των | ισόβαρων | των | ισόβαρων | των | ισόβαρων |
αιτιατική | τους | ισόβαρους | τις | ισόβαρες | τα | ισόβαρα |
κλητική | ισόβαροι | ισόβαρες | ισόβαρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισόβαρος < ισοβαρ(ής) με μεταπλασμό σε -ος. Μορφολογικά αναλύεται σε ισό- + βάρ(ος) (ουδέτερο ουσιαστικό) + κατάληξη επιθέτου -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈso.va.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σό‐βα‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαισόβαρος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- σπανιότερη μορφή του ισοβαρής
- ≠ αντώνυμα: ανισόβαρος (ανισοβαρής)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισόβαρος
→ δείτε τη λέξη ισοβαρής |
Πηγές
επεξεργασία- ισοβαρής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ισοβαρής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)