ενικός         πληθυντικός  
headache headaches

  Ετυμολογία

επεξεργασία
headache < head + ache

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

headache (en)

  1. ο πονοκέφαλος
    ⮡  I suffer from headaches - υποφέρω από πονοκέφαλους
  2. (μεταφορικά) ο πονοκέφαλος
    ⮡  She is a real headache for her parents.
    Είναι πραγματικός πονοκέφαλος για τους γονείς της.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 725. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πονοκέφαλος