-ερί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ερί < (λόγιο δάνειο) γαλλική -erie[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ε‐ρί
Επίθημα
επεξεργασία-ερί θηλυκό άκλιτο
- επίθημα ουσιαστικού το οποίο δηλώνει κατάστημα το οποίο πουλά το αναφερόμενο στο πρώτο συνθετικό της λέξης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ερί" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -ερί - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)