Ετυμολογία

επεξεργασία
-ερί < (λόγιο δάνειο) γαλλική -erie[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ε‐ρί

  Επίθημα

επεξεργασία

-ερί θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • -ερίΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)