μεζεδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεζεδάκι | τα | μεζεδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μεζεδάκι | τα | μεζεδάκια |
κλητική | μεζεδάκι | μεζεδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεζεδάκι < μεζέδ(ες) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεζεδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μεζές
- μεζές (όχι απαραίτητα σε μικρή ποσότητα) που συνοδεύει ένα ποτό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεζεδάκι
|