Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πικάντικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πικάντικ
ος
η
πικάντικ
η
το
πικάντικ
ο
γενική
του
πικάντικ
ου
της
πικάντικ
ης
του
πικάντικ
ου
αιτιατική
τον
πικάντικ
ο
την
πικάντικ
η
το
πικάντικ
ο
κλητική
πικάντικ
ε
πικάντικ
η
πικάντικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πικάντικ
οι
οι
πικάντικ
ες
τα
πικάντικ
α
γενική
των
πικάντικ
ων
των
πικάντικ
ων
των
πικάντικ
ων
αιτιατική
τους
πικάντικ
ους
τις
πικάντικ
ες
τα
πικάντικ
α
κλητική
πικάντικ
οι
πικάντικ
ες
πικάντικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πικάντικος
<
ιταλική
piccante
Επίθετο
επεξεργασία
πικάντικος
-η -ο
που έχει έντονη
γεύση
, αλλά όχι πολύ καυτερή
(
μεταφορικά
) που είναι
ερεθιστικός
,
προκλητικός
, αλλά με ευχάριστο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πικάντικος
αγγλικά
:
piquant
(en)
βουλγαρικά
:
пикантен
(bg)
γαλλικά
:
piquant
(fr)
ισπανικά
:
picante
(es)
ιταλικά
:
piccante
(it)
πορτογαλικά
:
temperado
(pt)