μεζεκλού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεζεκλού < μεζεκλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.zeˈklu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ζε‐κλού
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεζεκλού θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μεζές
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μεζεκλής
μεζεκλού
|