Μασσαλία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μασσαλία | οι | Μασσαλίες |
γενική | της | Μασσαλίας | των | Μασσαλιών |
αιτιατική | τη | Μασσαλία | τις | Μασσαλίες |
κλητική | Μασσαλία | Μασσαλίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Μασσαλία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Μασσαλία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.saˈli.a/
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Μασσαλία θηλυκό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- Μαρσίλια (λαϊκότροπο)
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Μασσαλία στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Μασσαλία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Μασσαλία < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν φοινικικής προέλευσης[1]
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Μασσαλία θηλυκό
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «Μασσαλία» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «Μασσαλία» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.