Φωκαιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Φωκαιεύς | οἱ | Φωκαιεῖς - Φωκαιῆς* |
γενική | τοῦ | Φωκαιέως & Φωκαιῶς |
τῶν | Φωκαιέων & Φωκαιῶν |
δοτική | τῷ | Φωκαιεῖ | τοῖς | Φωκαιεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Φωκαιέᾱ & Φωκαιᾶ |
τοὺς | Φωκαιέᾱς & Φωκαιᾶς |
κλητική ὦ! | Φωκαιεῦ | Φωκαιεῖς - Φωκαιῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Φωκαιῆ1 ή Φωκαιεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Φωκαιέοιν | ||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΦωκαιεύς αρσενικό (θηλυκό Φωκαΐς)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Φώκαιας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Φωκαιεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Φωκαιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.