Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Φωκᾱῐδ-
ονομαστική Φωκαΐς αἱ Φωκαΐδες
      γενική τῆς Φωκαΐδος τῶν Φωκαΐδων
      δοτική τῇ Φωκαΐδ ταῖς Φωκαΐσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Φωκαΐδ τὰς Φωκαΐδᾰς
     κλητική ! Φωκαΐς* Φωκαΐδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Φωκαΐδε
γεν-δοτ τοῖν  Φωκαΐδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φωκαΐς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Φωκαΐς θηλυκό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φωκαΐς θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία