Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική uzo uzoj
αιτιατική uzon uzojn

  Ετυμολογία επεξεργασία

uzo < uz + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

uzo (eo)



Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

uzo < άμεσο δάνειο από τη νέα ελληνική ούζο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /uˈzɔ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: u‐zo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

uzo (tr)

Κλίση επεξεργασία