Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οὖζος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (δείτε τουρκική öz, üzüm (σταφύλι)) [1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οὖζος αρσενικό

  1. (φυτό) η παιωνία, η δαμασκηνιά
  2. (κατʼ επέκταση) απόσταγμα δαμάσκηνων
  3. (κατʼ επέκταση) χυμός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

από τα ιταλικά:

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία