οὖζος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οὖζος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (δείτε τουρκική öz, üzüm (σταφύλι)) [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οὖζος αρσενικό
- (φυτό) η παιωνία, η δαμασκηνιά
- (κατʼ επέκταση) απόσταγμα δαμάσκηνων
- (κατʼ επέκταση) χυμός
Επεξεργασία
- νέα ελληνική: (ούζο)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
από τα ιταλικά:
- οὐζιάζω
- οὐζουριάρης
- οὐζουφρούττο (όρος νομικής)
Επεξεργασία
- ↑ ούζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- οὖζος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)